Thursday, April 24, 2008

ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ



Μια μελανή σελίδα στον καλλιτεχνικό χώρο της Ελλάδας, αλλά και κατάμαυρη για το ΚΚΕ είναι η δολοφονία μιας μεγάλης ηθοποιού, της Ελένης Παπαδάκη, που ακόμη και σήμερα δεν τολμούν να προφέρουν το όνομά της τόσο στον Περισσό όσο και στο χώρο του θεάτρου, καθώς στη δολοφονία της έπαιξαν ρόλο και συνάδελφοί της. Τελικά, αν ισχύει (και ισχύει) ότι την ιστορία την γράφουν οι νικητές, υπάρχουν άνθρωποι που καταφέρνουν να τους "εκδικούνται" μέσα από την χαραμάδα του χρόνου, μην αφήνοντας το παιχνίδι "να λήξει". Ίσως γιατί η ιστορία των νικητών είναι μια αφήγηση λέξεων, ενώ σε τέτοιες περιπτώσεις, η ιστορία των νικημένων είναι μια αφήγηση αρωμάτων... Τέτοια ήταν η περίπτωση της Ελένης Παπαδάκη. Ήταν ένα σπάνιο φαινόμενο που κάποιοι μέτριοι νικητές, για να υπάρξουν, του κλέψαν την γλώσσα. Που του κλέψαν την τέχνη και την ζωή. Και πως όχι, αφού έβγαινε στη σκηνή και με δυο ατάκες ακόμη έκλεβε την παράσταση, χτυπώντας ως το μεδούλι τον εφησυχασμό μιας κοινωνίας και τον ναρκισσισμό των καλλιτεχνών. Η φρικώδης δολοφονία της από την ΟΠΛΑ τον Δεκέμβρη του '44, δεν επέτρεπε στην αριστερή συντήρηση κι ευθυνοφοβία να την αντικρίσει ως σύμβολο. Όταν το πτώμα της αναγνωρίστηκε, δυστυχώς γυμνό και κακοποιημένο, έναν μήνα μετά στην ΟΥΛΕΝ, δεν μπορούσε παρά να κραυγάζει μες στη σιωπή του για την "απροσχημάτιστη και παντοδύναμη βία, ηθική και υλική, που ασκεί μια κοινωνία εκδικητική, διεφθαρμένη και υποκριτική, στα άτομα που αρνούνται να αφομοιωθούν μαζί της". Στην κομματική απολογία του για τα πεπραγμένα εκείνου του υστερικού Δεκέμβρη ο τότε ΓΓ του ΚΚΕ, έχοντας και τα πλήρη στοιχεία από διασωθέντες αριστερούς, παραδέχτηκε ότι ο φόνος της Παπαδάκη ήταν φόνος αθώου, ενώ κάποιοι από τους φονιάδες της εκτελέστηκαν από λαϊκό δικαστήριο λίγους μήνες αργότερα.
Η Ελένη Παπαδάκη γεννήθηκε στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου του 1908. Ανατράφηκε σε ένα περιβάλλον όπου η μάθηση, η πνευματική και ψυχική καλλιέργεια θεωρούταν υποχρέωση του ατόμου προς τον εαυτό του. Ο παππούς της ήταν καθηγητής καλλιτεχνολογίας, αισθητικής και λατινικής φιλολογίας, ο πατέρας της σπουδαγμένος στη Ροβέρτειο Σχολή και η μητέρα της διακρινόταν για τη μουσική της καλλιέργεια, επομένως ήταν φυσικό επακόλουθο να εξοικειωθεί και η Ελένη από πολύ νωρίς με τη μουσική και τη λογοτεχνία. Ιδιαίτερα εξοικειωμένη ήταν από τα παιδικά της χρόνια, με τη γερμανική κουλτούρα και γλώσσα, τα αγγλικά, τα γαλλικά και τα ιταλικά, αλλά και με το πιάνο και το τραγούδι. Η πρώτη της ουσιαστική επαφή με το θέατρο έγινε το 1923, όταν αρρώστησε από πλευρίτιδα και αναγκάστηκε να διακόψει προσωρινά τα μαθήματα πιάνου και τραγουδιού που παρακολουθούσε στο Ελληνικό Ωδείο. Εκείνη την περίοδο, αναζητώντας διέξοδο έκφρασης, παρακολούθησε ως ακροάτρια τις τακτικές μαθητικές παραστάσεις και τα μαθήματα του Νίκου Παπαγεωργίου, διευθυντή της Δραματικής Σχολής του Ελληνικού Ωδείου. Στράφηκε προς το θέατρο και στις 6 Απριλίου 1924 συμμετείχε στην 8η επίδειξη της Δραματικής Σχολής με δυο μονόπρακτα σε διδασκαλία Νίκου Παπαγεωργίου. Την ίδια χρονιά, ο Σπύρος Μελάς αναζητώντας νέο αίμα για να στελεχώσει το θέατρο που επρόκειτο να ιδρύσει, επέλεξε μαθητές από διάφορες σχολές, ανάμεσά τους και την Ελένη Παπαδάκη, η οποία στις 10 Ιανουαρίου 1925 εμφανίστηκε στο έργο "Πειρασμός" του Ξενόπουλου ερμηνεύοντας το ρόλο της Αγγέλας.
Μετά από μια σειρά επιτυχίες, ο Σπύρος Μελάς ανεξαρτητοποιήθηκε από την κηδεμονία των Ωδείων, ιδρύοντας το "Θέατρο Τέχνης". Τότε υπέγραψε η Ελένη Παπαδάκη το πρώτο επαγγελματικό της συμβόλαιο.
Η πραγματική καριέρα της Παπαδάκη ξεκίνησε στις 24 Ιουνίου 1925, όταν εμφανίστηκε στο ρόλο της Προγονής στο έργο του Πιραντέλλο "Έξη πρόσωπα ζητούν συγγραφέα". Αναφερόμενος σε αυτή της την εμφάνιση, ο Αρτέμης Μάτσας σημειώνει: "...Μόλις εμφανίστηκε, γέμισε η σκηνή φως. Σβήσανε όλα τα άλλα πρόσωπα. Η μαγεία απλώθηκε παντού..."
Το όνομα της νέας πρωταγωνίστριας άρχισε να συζητιέται πολύ έντονα στους καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής και πολύ σύντομα πρώτα η Κυβέλη (Νοέμβριος 1925) και στη συνέχεια ο Αιμίλιος Βεάκης (Ιανουάριος 1926) κάλεσαν την Ελένη Παπαδάκη να εμφανιστεί μαζί τους στη σκηνή. Το 1931 έκανε θίασο με τον Μήτσο Μυράτ και τον Περικλή Γαβριηλίδη και ένα χρόνο αργότερα συνεργάστηκε με την Μαρίκα Κοτοπούλη.
Όμως οι προσωπικές εμπάθειες συναδέλφων της -τα ονόματά τους δεν δόθηκαν ΠΟΤΕ στη δημοσιότητα!-που έφτασαν στο σημείο να την κατηγορούν για... δοσίλογη και... συναργάτιδα των Γερμανών και τα συμπλέγματα των κομμουνιστών στέρησαν απο την Ελλάδα μια μεγάλη Ελληνίδα ηθοποιό!

Thursday, April 10, 2008

ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΔΕΛΤΑ





Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται 67 χρόνια από την ημέρα που έφυγε από την ζωή, αυτοκτονώντας, στις 27 Απριλίου του 1941, μια ακόμη μεγάλη Ελληνίδα, η Πηνελόπη Δέλτα.

Η μεγάλη Ελληνίδα και συγγραφέας, Πηνελόπη Δέλτα γεννήθηκε το1874 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου κι ήταν το τρίτο παιδί του Εμμανουήλ Μπενάκη και της Βιργινίας Χωρέμη. Είχε δυο μεγαλύτερα αδέλφια, την Αλεξάνδρα και τον Αντώνη, τον γνωστό "Τρελαντώνη" του ομώνυμου βιβλίου της. Μετά τη γέννηση της Πηνελόπης ακολούθησαν άλλα τρία παιδιά, ο Κωνσταντίνος (που πέθανε σε ηλικία 2 χρόνων), ο Αλέξανδρος και η Αργίνη.

Στα 17 της χρόνια, η Πηνελόπη Μπενάκη κάνει την είσοδό της στην κοσμική ζωή της Αλεξάνδρειας. Πίσω από την επιφανειακά ανέμελη αυτή ζωή υπάρχει πάντα η σκέψη των γονιών της για τον γάμο. Γάμος, όμως, που θα είναι αποφασισμένος από αυτούς και που θα εξυπηρετεί την επιχειρηματική δραστηριότητα του πατέρα. Έτσι προκύπτει ο γάμος με τον Στέφανο Δέλτα.

Η οικογένεια Μπενάκη μετακόμισε προσωρινά στην Αθήνα, όπου η Πηνελόπη παντρεύτηκε τον πλούσιο Φαναριώτη έμπορο Στέφανο Δέλτα. Μαζί του απέκτησε τρεις κόρες: τη Σοφία (μετέπειτα Μαυροκορδάτου), τη Βιργινία (μετέπειτα Ζάννα) και την Αλεξάνδρα (μετέπειτα Παπαδοπούλου). Επέστρεψαν στην Αλεξάνδρεια το1905, όπου η Πηνελόπη γνώρισε τον Ίωνα Δραγούμη, τότε υποπρόξενο της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται ένας μεγάλος έρωτας, η Πηνελόπη όμως δεν μπορεί να αντιταχθεί στις κοινωνικές επιταγές και την υποχρέωσή της απέναντι στο σύζυγο και τα παιδιά της. Η πλατωνική αυτή σχέση της Πηνελόπης Δέλτα με τον Δραγούμη τελειώνει το 1908, όταν αυτός συνδέεται με τη Μαρίκα Κοτοπούλη.

Η Δέλτα μετακόμισε στη Φρανκφούρτη το 1906 και το πρώτο της μυθιστόρημα, με τίτλο "Για την Πατρίδα", εκδόθηκε το1909. Το 1909 δημοσιεύει και το πρώτο της διήγημα στον «Λαό» της Πόλης, που εκδίδει ο Φωτιάδης. Από την επόμενη χρονιά θα αρχίσει ν' αλληλογραφεί με τον Gustave Schlumberger, τον κορυφαίο βυζαντινολόγο της εποχής της. Λίγο αργότερα θα προκύψει το βυζαντινό μυθιστόρημα, «Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου», καθώς και ένα ημιτελές που δημοσιεύεται πολύ αργότερα, το 1983, «Το γκρέμισμα». Το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί το 1909 την εμπνέει να γράψει το "Παραμύθι χωρίς όνομα" (1911).

Το 1913, η οικογένεια Δέλτα επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια και το 1916 εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Αθήνα, όπου ο πατέρας της Δέλτα, Εμμανουήλ Μπενάκης, είχε εκλεχθεί δήμαρχος. Ανέπτυξαν στενή φιλία με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον οποίο και προσκαλούσαν συχνά στην εξοχική τους οικία στην Κηφισιά. Το 1918 πρωτοπηγαίνει στη Μακεδονία σε αποστολή περίθαλψης των προσφύγων.

Το 1925 η Δέλτα εκδίδει τη «Ζωή του Χριστού». Για τη συγγραφή του βιβλίου αυτού έχει μακρές συνομιλίες και αλληλογραφία με τον Χρύσανθο, Μητροπολίτη Τραπεζούντος και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών. Η δημοσιευμένη αλληλογραφία τους, αλλά και τα διάφορα σημειώματα που βρίσκονται στο Αρχείο της, καθώς και οι παρατηρήσεις στο δακτυλογράφο του κειμένου, πριν αυτό πάρει την τελική του μορφή, είναι χαρακτηριστικό αυτής της συνεργασίας. Η φιλία που συνδέει την Πηνελόπη Δέλτα με τον Μητροπολίτη είναι σημαντική και η ανέκδοτη ακόμη αλληλογραφία των δύο συμπληρώνει σε μεγάλο βαθμό τα όσα γνωρίζουμε για τη σχέση Δέλτα-Ίωνα Δραγούμη.

Την ίδια χρονιά εμφανίζονται τα πρώτα συμπτώματα της πολυομυελίτιδας, αρρώστιας που θα την ταλαιπωρήσει μέχρι το θάνατό της. Το 1929, ξεκίνησε τη συγγραφή της τριλογίας "Ρωμιοπούλες", η οποία τελείωσε το 1939. Το πρώτο βιβλίο, "Το Ξύπνημα", καλύπτει γεγονότα των ετών 1895-1907, η "Λάβρα" καλύπτει τα έτη 1907-1909 και το "Σούρουπο" τα έτη 1914-1920.

Εν τω μεταξύ, εκδόθηκαν άλλα τρία μυθιστορήματά της: ο "Τρελαντώνης" (1932), όπου περιγράφει τις περιπέτειες των παιδικών χρόνων του μικρότερου αδερφού της στην Αλεξάνδρεια, ο "Μάγκας" (1935), η ζωή στην Αλεξάνδρεια με τα μάτια του μικρού σκυλιού της οικογένειας, και τα "Μυστικά του Βάλτου" (1937), όπου η ιστορία εκτυλίσσεται γύρω από τη λίμνη των Γιαννιτσών κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα.

Μετά τον θάνατο των γονιών της, το σπίτι των Δέλτα είναι πάντα ανοιχτό για τον Βενιζέλο, που τους επισκέπτεται συχνά και απροειδοποίητα. Η απόπειρα κατά του Βενιζέλου, στις 6 Ιουνίου 1933, γίνεται κατά την επιστροφή του από γεύμα στο σπίτι των Δέλτα. Η περιγραφή που κάνει η Δέλτα για το γεγονός αποτελεί και ένα συναρπαστικό πολιτικό κείμενο.

Το 1941, ο Φίλιππος Δραγούμης, εμπιστεύεται στη Δέλτα τα ημερολόγια και το αρχείο του αδερφού του, Ίωνα Δραγούμη, στα οποία η Δέλτα πρόσθεσε περίπου 1000 χειρόγραφες σελίδες με σχόλια για το έργο του Δραγούμη. Στις 27 Απριλίου 1941, ημέρα όπου τα γερμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν την Αθήνα, η Πηνελόπη Δέλτα αυτοκτονεί παίρνοντας δηλητήριο. Στην ταφή της, στον κήπο της Κηφισιάς, ιερουργεί μόνος ο παλιός φίλος Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος. Στην ταφόπετρά της χαράχτηκε μόνο η λέξη «Σιωπή».

Απόσπασμα από το Ημερολόγιο της Πηνελόπης Δέλτα:


Είχαμε μιλήσει πολύ για τη Μακεδονία, για τον αγώνα, για τους Βουλγάρους και τους Τούρκους, για τα ήθη και τα έθιμα εκεί. Μα ποιος είχε κόψει το κεφάλι του Παύλου Μελά και γιατί, ακόμα δεν είχα ρωτήσει, από κάποια pudeur, μήπως και ήταν πολύ intime πόνος για κείνον. Ώσπου ένα βράδυ, στο σπίτι μας, μου το διηγήθηκε. Ήταν μετά το γεύμα, στη βεράντα είχαν φάγει εκεί τ' αδέλφια μου και ένα ή δύο φίλοι, η Παρασκευά που ήταν της παρέας, οι Κ.Χ. , και ενόσω ο πρόξενος μιλούσε με την πεθερά μου, και παρακάτω οι άντρες έπαιζαν χαρτιά και η Παρασκευά μισοτραγουδούσε με την εξαδέλφη της, στη βραδινή ζεστασιά του καλοκαιριού, εκείνος είχε καθήσει σε μια παιδική καρέγλα μπροστά μου και μου διηγήθηκε το θάνατο του παλληκαριού. Μιλούσε αργά, χαμηλόφωνα, σαν ν' αναπολούσε για τον εαυτό του το τραγικό αυτό δράμα, με τα χέρια δεμένα γύρω στο γόνατό του, με την σκεπασμένη θαμπή του φωνή, τα μάτια στυλωμένα στο σκοτάδι μπροστά του. Τον άκουα ανατριχιάζοντας, κρεμασμένη στα χείλη του. Και σα σταμάτησε, του είπα: «Στο κονσέρτο είπατε κάτι φρικτό στην εξαδέλφη μου. Θα ήθελα να σας ρωτήσω... αν σας πειράζει πολύ μην το πείτε». Σήκωσε τα μάτια του και είπε: «Σε σας τίποτε δεν με πειράζει να το πω. Τι είπα;». «Του έκοψαν το κεφάλι; Είναι αλήθεια;». «Ναι». «Ποιος το έκοψε; Γιατί;». «Οι σύντροφοί του, για να μην τον αναγνωρίσουν οι Τούρκοι και βεβαιωθούν όσα υποπτεύουνταν, πως ήταν Έλληνας αξιωματικός». «Και το ξέρει η γυναίκα του;». «Το ξέρει». «Τι φρίκη! Τι άγριο!». «Ναι, πολύ άγριο». Εκείνος πρώτα, εκείνη λίγο αργότερα ανακαλύπτουν πως αυτό που τους συνδέει δεν είναι μια απλή φιλική σχέση: Στο ημερολόγιό του έγραφε στην 31 Μαΐου / 3 Ιουνίου για κάποιο όνειρο που τον συγκίνησε, όπου πήγαινε «ψηλά σ' ένα χωριό στην Κρήτη, σε μια γυναίκα που αγαπούσα, και τη γυναίκα αυτήν την έλεγαν...» με τ' όνομά μου. «... Κι εκείνη, κρυφά, περνώντας, μου πήρε το χέρι και μου το φίλησε ζεστά και το έσφιξε, κι εγώ θέλησα να της φιλήσω το χέρι, μα δεν πρόφθασα...». * Η συνάντηση στην Κηφισιά Σηκωθήκαμε από το τραπέζι και κάποιος κάθησε στο πιάνο. Πήγα κι εγώ στο σαλονάκι και κάθησα στον καναπέ, παράμερα. Σε λίγο τον είδα που κοίταζε από το μέρος μου, πήγε παρακάτω στην είσοδο, ήρθε πάλι κοντά στην πόρτα με κλεμμένες ματιές, και τέλος μπήκε στο σαλονάκι, πλησίασε δειλά και κάθησε κοντά μου. Ήταν νευρικός, flurried, συγκινημένος. Άκουα το πιάνο και δε μιλούσα. Μου είπε λίγο δειλά: «Σας πείραξε αυτό που σας είπα στο τραπέζι;». «Τι πράμα;». «Πως είστε κοκέτα». «Μα πώς σας φάνηκε πως είμαι κοκέτα και από τις πιο επικίνδυνες; Κοσμική δεν είμαι, δε δίνω δυο παράδες για την τουαλέτα, και οι άντρες, όσοι γνωρίζω, με αηδιάζουν». «Γι' αυτό είπα η πιο επικίνδυνη». «Δεν καταλαβαίνω... Με λεν "Maman Vertu" και σχολαστική και βαρετή και δεν ξέρω τι άλλο...». «Το λεν από εκδίκηση γιατί δεν μπορούν να πλησιάσουν». «Λοιπόν;». «Για τον πολύ τον κόσμο είστε ίσως και αντιπαθητική, γιατί τον πολύ τον κόσμο τον βαστάτε μακριά, τον αποκρούετε. Είστε όμως φοβερά επικίνδυνη για όποιον σας πλησιάσει... για εκείνους που δουν την ψυχή σας...». «Δεν τη δείχνω σε κανέναν», διέκοψα απότομα, τρομαγμένη πάλι. Μια στιγμή δε μίλησε, και ύστερα είπε: «Είστε επικίνδυνη για όσους σας πλησιάσουν, ακριβώς επειδή είστε τόσο κλειστή για τους πολλούς». «Ανοησίες!», διέκοψα, και του μίλησα για το βιβλίο του, ένα έργο που μου είπε ένα βράδυ, στης αδερφής μου, που κάθουνταν κοντά μου, στο τραπέζι, πως το είχε γράψει, και του το ζήτησα μα αρνήθηκε να μου το δώσει. Του είπα: «Το δουλεύετε ακόμα;». Μου αποκρίθηκε: «Όχι, είναι έτοιμο». «Μου το αρνηθήκατε, τάχα πως είναι τόσο κακογραμμένο ώστε δε διαβάζεται!». «Ναι, για σας. Εγώ το διαβάζω». «Διορθώσετέ το και δώσετέ μου το». «Δεν μπορώ», είπε σιγά. Και πρόσθεσε: «Δεν έχω καιρό». «Τόσο σας απασχολεί το προξενείο;». «Όχι». Λίγην ώρα δε μίλησε. Γυρισμένος από το μέρος μου, με τα μάτια σκυφτά, σώπαινε. Πιο σιγά, με συμπάθεια, νιώθοντας πως κάτι τον πονούσε, ρώτησα: «Τι κάνετε;». Μ' αποκρίθηκε: «Τίποτα... Θέλω να φύγω». «Σας εννοώ», του είπα πάλι. Ξέσπασε ξαφνικά. «Και τι με μέλλει αν μ' εννοείτε, αφού δεν με βοηθείτε να φύγω από δω;». Κοντοστάθηκα. Σάστισα. Τον ρώτησα: «Πώς μπορώ εγώ να σας βοηθήσω;». Είπε απότομα: «Διώξτε με». «Εγώ;». «Ναι. Πριν με νικήσει η Κλεοπάτρα». Νευρικά, συσπασμένος πρόσθεσε: «Μόνο αυτή μπορεί να με κρατήσει εδώ, να με νικήσει, όπως νίκησε δυο δυνατούς Ρωμαίους». Του είπα: «Εσείς έχετε άλλα όνειρα, δεν πρέπει να σας φοβίζει η Κλεοπάτρα». Είπε: «Και μένα μπορεί να με εξουδετερώσει». Το είχε πει χαμηλόφωνα, με σκυφτό κεφάλι. Δεν αποκρίθηκα. Σήκωσε τα μάτια. Είχα καταλάβει. Και το είδε. Αργά έγειρε πίσω το κεφάλι με μιαν ακατάδεκτη κίνηση που του ήταν συνηθισμένη, και από μέσα από τα χαμηλωμένα του ματοτσίνουρα με κοίταζε. Του είπα σιγά: «Όχι, δεν πρέπει η Κλεοπάτρα να σας κρατήσει. Φύγετε, ριχθείτε πάλι στη δουλειά». Είπε: «Δεν μπορώ να εργαστώ. Δε μ' ενδιαφέρει τίποτε». «Ζητήσετε να σας μεταθέσουν στη Μακεδονία». «Ούτε αυτή δεν μ' ενδιαφέρει πια», είπε χαμηλόφωνα. Τον κοίταξα έτσι λιγνό, χλωμό, πεσμένο στον καναπέ κοντά μου, που δονούσε όλος. Και ήμουν κοντά του εγώ, η Κλεοπάτρα, η κοκέτα, η επικίνδυνη για τους λίγους, για κείνον... Και είπε με τη χαμηλή, voilee φωνή του: «Δεν κάνω τίποτε, και δε θέλω πια να φύγω... Και περιμένω κάθε μέρα, πότε να έρθει το βράδυ για να σας δω». Σώπασε, και μείναμε ακίνητοι, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Και μέσα μου κάτι κατακάθιζε, δυνάμωνε, μ' έκανε ατσάλι. Πολύ ήσυχα του είπα: «Κύριε [Δραγούμη], αν νόμιζα πως το να με βλέπετε μπορούσε να σας κάνει να ξεχάσετε τα όνειρά σας είπας, θα σας έκλεια την πόρτα μου». Με το χέρι έκανε μιαν αόριστη κίνηση, που τη βλέπω ακόμα. «Λοιπόν», είπε, «κάνετέ το... Εκεί πηγαίνω».